- φιλικότητα
- ηφιλική διάθεση: Του μίλησε με φιλικότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιλικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού φιλικού, φιλική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλικός. Η λ., στον λόγιο τ. φιλικότης, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek